Ευστράτιος Γ. Καβρουδάκης MD, MSc, IOC Dip Sp Ph

Χειρουργός Ορθοπαιδικός - Τραυματιολόγος - Αθλητίατρος

I.O.C. Diploma in Sports Medicine

Master Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών-Οστεοπόρωση

Επιστημονικός Συνεργάτης Γ΄ Ορθοπαιδικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών

Επιμελητής Κλινικής Ορθοπαιδικής και Αθλητικής Ορθοπαιδικής Νοσοκομείου Metropolitan

 
Τηλ: 210 9841008
Κιν: 6973 729469
 
Τηλ: 210 9841008
Κιν: 6973 729469

Οστική πυκνότητα

Σήμερα γνωρίζουμε πως η οστεοπόρωση οφείλεται:

Μέχρι σήμερα δεν έχουμε κατορθώσει να αναπτύξουμε αξιόπιστα εργαλεία και τεχνολογίες ικανές να προσδιορίσουν επακριβώς τις μεταβολές στην μικρο-αρχιτεκτονική του οστίτη ιστού.

Η Οστική Πυκνότητα (BMD) έχει λάβει τον κεντρικό ρόλο στην αξιολόγηση της οστεοπόρωσης, της αποτελεσματικότητας της αντιοστεοπορωτικής αγωγής και στη λήψη των θεραπευτικών  μας αποφάσεων, κυρίως λόγω του εύκολου τρόπου προσδιορισμού της μέσω της οστικής πυκνομετρίας (DXA). Ωστόσο η μέθοδος (DXA) έχει περιορισμένες δυνατότητες.

Γενικά, όλες οι μέθοδοι απορροφησιομετρίας έχουν υψηλή ειδικότητα αλλά χαμηλή ευαισθησία. Η ευαισθησία ποικίλει ανάλογα με την τιμή που επιλέγουμε να θέσουμε ως το όριο εκείνο πέραν του οποίου θα ορίζεται η περιοχή του υψηλού κινδύνου. Πολλές προοπτικές μελέτες κάθετης διατομής του πληθυσμού δείχνουν πως ο κίνδυνος κατάγματος αυξάνει περίπου 1,5 με 3 φορές για κάθε πτώση της BMD κατά μία μονάδα σταθερής απόκλισης (SD).

Η δυνατότητα της BMD να προβλέψει ένα κάταγμα είναι συγκρίσιμη με αυτή της αρτηριακής πίεσης στην πρόβλεψη ενός αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και αρκετά καλύτερη από αυτή των επιπέδων της χοληστερόλης στην πρόβλεψη του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου. Η ακρίβεια πρόβλεψης βελτιώνεται μετρώντας απευθείας την BMD σε συγκεκριμένες περιοχές ιδιαίτερου κλινικού ενδιαφέροντος όπως πχ η μέτρηση της BMD στο ισχίο προβλέπει ακριβέστερα ένα μελλοντικό κάταγμα ισχίου. Στον άμεσα μετεμμηνοπαυσιακό πληθυσμό, μετρήσεις σε οποιοδήποτε σημείο του σκελετού (ισχίο, σπονδυλική στήλη, πηχεοκαρπική άρθρωση) μπορεί να προβλέψει εξίσου καλά οποιοδήποτε οστεοπορωτικό κάταγμα, αυξάνοντας 1,5 φορά τον καταγματικό κίνδυνο για κάθε πτώση της BMD κατά 1 SD.

Η υψηλότερη κλίση κινδύνου βρίσκεται στο ισχίο όσον αφορά την πρόβλεψη των καταγμάτων της περιοχής του ισχίου και είναι της τάξης του 2,6. Επομένως ένας οποιοσδήποτε ασθενής με ένα Τ-score της τάξης του -3 SD στο ισχίο, κινδυνεύει πάνω από 15 φορές περισσότερο για κάταγμα ισχίου σε σχέση με έναν άλλο ασθενή που έχει Τ-score 0. Αντιθέτως, το ίδιο Τ-score μετρημένο στην σπονδυλική στήλη θα μας έδινε ένα κατά πολύ μικρότερο καταγματικό κίνδυνο, περίπου της τάξης του 4 φορές περισσότερο. Τα παραπάνω δίνουν έμφαση στη σπουδαιότητα που πρέπει να έχει η ακρίβεια ή αλλιώς η κλίση του κινδύνου, στην ταξινόμηση του καταγματικού κινδύνου.

Μια φυσιολογική τιμή της BMD σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εγγύηση αποφυγής ενός κατάγματος αλλά απλά υποδηλώνει μικρή πιθανότητα κατάγματος ευθραυστότητας. Αντιστρόφως, μία τιμή της BMD που βρίσκεται μέσα στο οστεοπορωτικό φάσμα δηλώνει πως ένα κάταγμα είναι μεν πιθανό αλλά σε καμία περίπτωση αναπόφευκτο. Στην ηλικία των 50 ετών, το 45% των οστεοπορωτικών γυναικών μέσα στην επόμενη δεκαετία θα υποστούν ένα κάταγμα ισχίου, αντιβραχίου, σπονδυλικής στήλης ή του εγγύς τμήματος του βραχιονίου οστού. Η ευαισθησία είναι λοιπόν χαμηλή καθώς το 96% αυτών των καταγμάτων θα συνέβαινε και σε μη οστεοπορωτικές γυναίκες σε αυτή την ηλικία.

 

Number of
CRFs

BMD T-score (femoral neck)

-4.0

-3.0

-2.0

-1.0

0

1.0

0

27

15

9.7

7.1

5.9

5.0

1

37 (33-41)

22 (18-26)

14 (10-18)

10 (7.1-14)

8.5 (5.7-12)

7.3 (4.8-10)

2

49 (42-58)

30 (23-40)

20 (13-29)

15 (8.6-23)

12 (6.8-19)

10 (5.6-17)

3

62 (53-72)

41 (30-55)

27 (17-42)

20 (11-34)

17 (8.7-29)

15 (7.2-26)

4

73 (63-81)

52 (42-65)

36 (26-51)

27 (18-41)

23 (14-36)

20 (11-32)

5

83 (79-87)

64 (58-72)

47 (40-57)

36 (28-47)

31 (22-41)

27 (19-36)

6

89

75

58

46

40

35

 O δεκαετής καταγματικός κίνδυνος στον αυχένα του μηριαίου οστού, με βάση την BMD και το T score σε γυναίκες 65 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο. www.sheffield.ac.uk/frax/

 

Η χαμηλή ευαισθησία είναι από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους δεν συστήνεται και δεν εφαρμόζεται ευρέως κανένα πρόγραμμα ελέγχου του γυναικείου πληθυσμού με DXA στην περίοδο της εμμηνόπαυσης.  

Πρόσφατα Άρθρα

Επικοινωνία

Ευστράτιος Καβρουδάκης (MD, MSc)

Καλυψούς 18, Παλαιό Φάληρο
ΤΚ: 17562
Δέχεται κατόπιν ραντεβού

Ωράριο Λειτουργίας Ιατρείου
Δευτ.- Παρασκευή : 17:00-22:00

Newsletter

Παρακαλώ εισάγετε έγκυρο email
Ευχαριστούμε για την εγγραφή σας
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.
ΕΝΤΑΞΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ